- άρρητος
- -η, -ο (AM ἄρρητος, -ον)ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτοςνεοελλ.άρρητα-ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα-μάραθα», «άρρατ' αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα»)αρχ.1. αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο μυστικός2. ο απερίγραπτος, ο φριχτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρητός < είρω (II) «λέω, μιλώ».ΣΥΝΘ. αρχ. ἀρρητολογίααρχ.-μσν.αρρητοποιώ, αρρητουργόςμσν.αρρητοτόκος, αρρητοτρόπως].
Dictionary of Greek. 2013.